- ὑπερβασίη
- ὑπερ-βασίη: transgression, violence.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ὑπερβασίη — ὑπερβασία passover fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβασίῃ — ὑπερβασία passover fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερβασία — η / ὑπερβασία, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπερβασίη Α [ὑπερβατός] η καθ ὑπέρβασιν πράξη, παράβαση νόμου, κανόνα, αρχής, όρκου ή ορίου μσν. αρχ. (στους Εβραίους) η γιορτή τού Πάσχα («σημαίνει δὲ ὑπερβασία διότι κατ ἐκείνην τὴν ἑσπέραν ὁ Θεός αὐτῶν ὑπερβὰς… … Dictionary of Greek